- δόσιμον
- δόσιμοςliable to be surrendered as billetsmasc acc sgδόσιμοςliable to be surrendered as billetsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δόσιμο — το (Μ δόσιμον) 1. προσφορά, παροχή 2. φόρος νεοελλ. το μίσθωμα που καταβάλλει κάθε χρόνο ο γεωργός στον γαιοκτήμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο τού αρχ. επιθ. δόσιμος] … Dictionary of Greek